Ο Καμίγ Σαιν-Σανς (Camille Saint-Saëns) (9 Οκτωβρίου 1835 Παρίσι – 16 Δεκεμβρίου 1921 Αλγέρι) ήταν Γάλλος μουσικός, πιανίστας, οργανίστας και συνθέτης της ρομαντικής περιόδου. Είναι γνωστός κυρίως για Το καρναβάλι των ζώων, Danse macabre, Σαμψών και Δαλιδά, Piano Concerto Αρ. 2, Κονσέρτο για βιολοντσέλο Αρ. 1, Havanaise και Symphony No. 3.
Ο Καμίγ Σεν-Σανς γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου του 1835 στο Παρίσι, μοναχοπαίδι του Ζακ-Ζοζέφ Βικτόρ Σεν-Σανς, ελεγκτή λογιστή στο Υπουργείο Εσωτερικών και της Κλεμάνς Κολέν. Ο Ζακ-Ζοζέφ πέθανε λίγους μήνες προτού γεννηθεί ο Καμίγ, αφήνοντας την ανατροφή του παιδιού στην Κλεμάνς και στη θεία του Σαρλότ Μασόν. Η θεία του, καλλιεργημένη γυναίκα, πρωτοδίδαξε στον Καμίγ πιάνο. Σύντομα έγινε προφανές ότι το παιδί ήταν ιδιοφυές. Στα δυόμισι του χρόνια έπαιζε μελωδίες στο πιάνο και στα τρία του είχε ήδη συνθέσει το πρώτο του έργο. Το ολοφάνερο φυσικό ταλέντο του Σεν-Σανς ενθαρρύνθηκε και από τη μητέρα του. Άρχισε κανονικά μαθήματα πιάνου σε ηλικία επτά χρονών, έχοντας ήδη εμφανιστεί δημόσια ως πιανίστας αρκετές φορές. Έκανε επίσης μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου.
Το επίσημο ντεμπούτο του Σεν-Σανς έγινε το 1856 στη Σαλ Πλεγιέλ στο Παρίσι, όπου κατέπληξε το ακροατήριο, προσφερόμενος να παίξει οποιαδήποτε από τις 32 σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν από μνήμης. Ο δεκατριάχρονος Καμίγ δεν είχε ανάγκη διαπιστευτηρίων για την εισαγωγή του στο Ωδείο του Παρισιού το 1848. Η πρώτη του συμφωνία γράφτηκε όταν ήταν 18 χρόνων και παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1855.
Οι αρχές της δεκαετίας του 1860 ήταν η ευτυχέστερη περίοδος της ζωής του Σεν-Σανς. Αγαπούσε τη σύνθεση και εργαζόταν 12 ώρες την ημέρα χωρίς να αισθάνεται κούραση. Η αποστολή του στη ζωή είχε γίνει τώρα η διάδοση της γαλλικής μουσικής. Το 1861, κατέλαβε τη μοναδική του διδακτική θέση στην Εκόλ Νίντερμέγιερ, με στόχο τη βελτίωση του μουσικού επιπέδου στις γαλλικές εκκλησίες. Τα μαθήματά του ήταν συναρπαστικά και ένας από τους μαθητές του, ο Γκαμπριέλ Φορέ, έγινε ένας από τους στενότερους φίλους του. Δέκα χρόνια αργότερα εξοργισμένος από την εμμονή του γαλλικού ακροατηρίου με τη γερμανική μουσική, ο Σεν-Σανς βοηθά στην ίδρυση της Εθνικής Εταιρίας Μουσικής που είχε στόχο να ενθαρρύνει τη σύνθεση και την παρουσίαση έργων Γάλλων συνθετών.
Ο Σεν-Σανς το 1875 που παντρεύτηκε την 19χρονη Μαρί Τριφό μετά από ένα σύντομο ειδύλλιο. Δυστυχώς, το 1879 όταν οι δύο γιοι του πέθαναν μέσα σε διάστημα έξι εβδομάδων, ο μεγαλύτερος, ο Αντρέ, ηλικίας δυόμισι χρονών, έπεσε από τον τέταρτο όροφο του διαμερίσματός τους, ενώ ο Ζαν πέθανε από κάποια βρεφική ασθένεια. Πικραμένος και συντετριμμένος ο Σεν-Σανς κατηγόρησε τη γυναίκα του και για τους δυο θανάτους και την εγκατέλειψε στη διάρκεια των διακοπών τους το 1881. Συνέχισε να ζει με τη μητέρα του μέχρι το θάνατό της, το 1888. Από τότε παρέμεινε μια μοναχική φιγούρα με μόνη συντροφιά τα σκυλιά του και τον πιστό υπηρέτη του, Γκαμπριέλ. Η μόνη παρηγοριά του ήταν οι διακοπές του. Αγαπούσε τα εξωτικά μέρη και ιδιαίτερα την Αίγυπτο και την Αλγερία. Το χρώμα και η αρχαία μουσική τους, ενέπνευσαν στον Σεν-Σανς αρκετά έργα όπως η Αλγερινή Σουίτα το 1880 και το Κοντσέρτο για πιάνο αρ.5 “Αιγυπτιακό”, το 1896. Ο Σεν-Σανς περνούσε τον υπόλοιπο καιρό του ταξιδεύοντας. Ήταν καλοδεχούμενος σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας και τιμήθηκε ιδιαίτερα στη Νότιο Αμερική, όπου συνέθεσε τον Εθνικό Ύμνο της Ουρουγουάης. Η δημοτικότητά του ήταν εν τούτοις υψηλότερη στην Αγγλία την οποία πρωτοεπισκέφθηκε το 1871. Έπαιξε για τη Βασίλισσα Βικτορία και του αποδόθηκαν διάφορες τιμές, μεγαλύτερη των οποίων το Βασιλικό Βικτοριανό Παράσημο για τη σύνθεση του ύμνου της στέψης του Εδουάρδου VII το 1901. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του περιοδεύοντας ή ταξιδεύοντας για αναψυχή και πέθανε στο Αλγέρι στις 16 Δεκεμβρίου του 1921.