Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας έμπορος και είχε τρεις γιους. Ο νεότερος γιος ονομαζόταν Ιβάν ο ανόητος.
Μια μέρα, αγόρασε μια φθηνή βάρκα και πήγε στη θάλασσα. Μετά από τέσσερις μέρες, ο αέρας τον έσπρωξε σε ένα απομακρυσμένο νησί, όπου βρήκε ένα βουνό με αγνό ρώσικο αλάτι. Το φόρτωσε στη βάρκα του και ταξίδεψε σε μια άλλη χώρα με την ελπίδα να το πουλήσει. H χώρα που ξεφόρτωσε ο Ιβάν δεν είχε δει ποτέ πριν αλάτι και οι κάτοικοι της δεν αναγνώριζαν την αξία του. Έτσι, ο Ιβάν τρύπωσε στην κουζίνα του βασιλιά και έριξε αλάτι σε όλες τις τροφές. Ο βασιλιάς ξετρελάθηκε με τη γεύση του φαγητού τόσο πολύ που αποφάσισε να αγοράσει όλο το αλάτι από τον Ιβάν με αντάλλαγμα ασήμι και χρυσό. Επίσης, επέτρεψε στον Ιβάν να αρραβωνιαστεί την κόρη του, μια πανέμορφη πριγκίπισσα.
Όταν ο Ιβάν επέστρεψε σπίτι του, με τη νύφη και τα πλούτη του, τα αδέρφια του ζήλεψαν και τον απήγαγαν. Τον πήραν και τον πέταξαν στη θάλασσα. Ο μεγαλύτερο αδελφός έκλεψε την γυναίκα του Ιβάν και κανόνισε να την παντρευτεί.
O Ιβάν κολύμπησε σε ένα κοντινό νησί και διασώθηκε από έναν τεράστιο γίγαντα. Ο γίγαντας λυπήθηκε και κουβάλησε τον Ιβάν στους ώμους του πέρα από τη θάλασσα, στην πατρίδα του. Ο γίγαντας του είπε ότι αν μιλήσει σε οποιονδήποτε για την διάσωσή του θα τον σκοτώσει! Ο Ιβάν υποσχέθηκε ότι θα το κρατήσει μυστικό. Έτσι ευχαρίστησε το γίγαντα και επέστρεψε στο σπίτι του.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι ο Ιβάν είπε στον πατέρα του τι του είχε συμβεί. Ο πατέρας θύμωσε και έδιωξε τους γιους του από το σπίτι. Ο Ιβάν ξαναπαντρεύτηκε με τη γυναίκα του και γιόρτασαν με ένα μεγάλο γλέντι την ένωσή τους. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, ο Ιβάν μέθυσε και είπε την ιστορία για τη διάσωσή του από το γίγαντα στους καλεσμένους του.
Ακριβώς τότε, ο γίγαντας εμφανίστηκε και είπε στον Ιβάν ότι επειδή δεν είχε κρατήσει την υπόσχεσή του θα έπρεπε να τον σκοτώσει. Ο Ιβάν προσπάθησε να απολογηθεί στο γίγαντα και να του εξηγήσει ότι εξαιτίας της μέθης του τα φανέρωσε όλα. Ο γίγαντας που δεν είχε ξανακούσει ποτέ τι σημαίνει να μεθάει κανείς, θέλησε να μάθει. Έτσι ο Ιβάν διέταξε να δοθούν στο γίγαντα εκατό γαλόνια βαρελίσιου κρασιού. Ο γίγαντας τα ήπιε όλα και μεθυσμένος κατέστρεψε το χωριό και κοιμήθηκε για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Όταν ο γίγαντας ξύπνησε, είδε τι είχε προκαλέσει στο χωριό του Ιβάν και του είπε «Τώρα κατάλαβα τι είναι το μεθύσι». Στη συνέχεια είπε στον Ιβάν ότι δεν θα τον σκοτώσει και από δω και μπρος θα μπορούσε να λέει σε όποιον θέλει για τη διάσωσή του. Εδώ τελειώνει n ιστορία τον Ιβάν… και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!