Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς με τις τρεις όμορφες κόρες του. Τις αγαπούσε πολύ και τις τρεις, αλλά και αυτές τον λάτρευαν. Μια μέρα που καθόταν ο βασιλιάς μαζί τους, τις ρώτησε, όπως ρωτούν όλοι οι πατεράδες, αν τον αγαπούν. Και οι βασιλοπούλες είπαν και οι τρεις μαζί:
«Και το ρωτάs, πατέρα;»
«Πόσο μ’ αγαπάs εσύ;» ρώτησε τη μεγάλη.
«Σ’ αγαπώ, πατέρα μου, σαν το χρυσάφι», του αποκρίθηκε εκείνη.
«Μπράβο, κόρη μου, είπε ευχαριστημένος ο βασιλιάς. «Εσύ;» ρώτησε τη δεύτερη κόρη του.
«Εγώ σ’ αγαπώ σαν το ασήμι, πατέρα μου», είπε γλυκά n δεύτερη.
«Εύγε, καλό μου παιδί», είπε ο βασιλιάς και τη χάιδεψε τρυφερά. «Κι εσύ;» ρώτησε τη μικρότερη.
«Εγώ, πατέρα μου, σ’ αγαπώ σαν το αλάτι», είπε n μικρή.
«Σαν το αλάτι;» φώναξε θυμωμένος ο βασιλιάς. «Μα αυτή δεν είναι αγάπη, κόρη μου. Δεν το περίμενα αυτό από σένα. Δεν θέλω να σε βλέπω πια».
Στενοχωρημένη n βασιλόπουλα, κλείστηκε για μέρες στο δωμάτιό της, αφού δεν ήθελε ο πατέρα της να την ξαναδεί και σκεφτόταν πώς να του αποδείξει ότι τον αγαπά. Ένα πρωί, λοιπόν, κατέβηκε στις βασιλικές κουζίνες, παράγγειλε ένα μεγάλο γεύμα για τον πατέρα της και του μήνυσε μάλιστα ότι θα του έφτιαχνε n ίδια τα καλύτερα φαγητά. Στολίστηκε το βράδυ, στολίστηκαν και οι δυο άλλες αδελφές της και πέρασαν όλοι μαζί στην τραπεζαρία του παλατιού. Η μικρή κόρη είχε στολίσει το τραπέζι. Άστραφταν τα ολόχρυσα πιάτα και τα ποτήρια και έλαμπαν από το ασήμι τα μαχαίρια και τα πιρούνια. Σαν άρχισε, όμως, να τρωει ο βασιλιάς τα φαγητά που του είχε μαγειρέψει n κόρη του, έσπρωξε το ολόχρυσο πιάτο μακριά. Δοκίμασε το δεύτερο φαγητό. Ήταν πιο άνοστο από το πρώτο και ας ήταν κι αυτό μέσα σε ολόχρυσο πιάτο. Τίποτα δεν του άρεσε. Όλα ήταν άνοστα και καθόταν νηστικός και στεναχωρημένος.
Τότε έσκυψε η βασιλόπουλα και του είπε:
«Μήπως θέλεις να δοκιμάσεις από το δικό μου πιάτο, βασιλιά μου;»
O βασιλιάς δοκίμασε από το φαγητό της και το βρήκε θαυμάσιο.
«Αυτό είναι φαΐ!» είπε χαρούμενος. Πήρε μπροστά του το γυάλινο πιάτο της και έφαγε με μεγάλη όρεξη. «Τι του έχεις βάλει και είναι τόσο νόστιμο;» ρώτησε τη μικρή του κόρη.
Και εκείνη του απάντησε πονηρά: «Αλάτι, πατέρα. Αλάτι!»
Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι άδικα είχε θυμώσει με τη μικρή του κόρη. Είδε πως δεν είναι μόνο το χρυσάφι και το ασήμι που αξίζουν. Και από τότε ένιωσε περήφανος για την αγάπη και την εξυπνάδα της μικρή του κόρης και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Thank youfor this valuable information and wonderful read!! I definitely enjoying every little bit of it and I have you bookmarked to check out new stuff your upcoming blog posts…
“To fear love is to fear life, and those who fear life are already three parts dead.” ~ Bertrand Russell