Skip to content

Γιάννης Ρίτσος

1909 – 1990

Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909. Η οικογένειά του, μεγαλοκτηματίες της περιοχής, καταστράφηκε οικονομικά λίγα χρόνια αργότερα και, το χειρότερο, βυθίστηκε στο πένθος. Το 1921 πεθαίνει φυματικός ο μεγάλος γιος, δόκιμος αξιωματικός του ναυτικού, καθώς και η μητέρα, το λατρεμένο πρόσωπο του ποιητή, από την ίδια αρρώστια. Το «νεκρό σπίτι» έμελλε να σφραγίσει τη ζωή και το έργο του. Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύονται στη “Διάπλαση των παίδων” το 1924, με το ψευδώνυμο «Ιδανικό όραμα». Το 1925 εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου εργάζεται για λίγο ως δακτυλογράφος και αντιγραφέας συμβολαίων. Το επόμενο έτος προσβάλλεται κι αυτός από φυματίωση. Η ζωή του για πολλά χρόνια θα μοιράζεται ανάμεσα σε φθισιατρεία και σε διάφορες δουλειές με εξευτελιστικούς όρους (ηθοποιός, χορευτής, διορθωτής και επιμελητής κειμένων). Στο σανατόριο “Σωτηρία” όπου νοσηλεύεται (1927-30) μυείται στον μαρξισμό από μέλη του ΚΚΕ. Το «ιδανικό όραμα» ανακαλύπτει το κοινωνικό όραμα.

1934-36: Χρησιμοποιώντας τον παραδοσιακό στίχο, στις συλλογές «Τρακτέρ» (1934), «Πυραμίδες» (1935), εκφράζει τους νέους προσανατολισμούς του, επιχειρώντας μια ρήξη που αποδεικνύεται, όμως, αρκετά επώδυνη. Τον Μάιο του 1936 η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη τού εμπνέει τον «Επιτάφιο», μοιρολόι της μάνας μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου γιου της, που μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία. Αντίτυπα του “Επιτάφιου” ρίχτηκαν στην πυρά από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, μαζί με άλλα βιβλία, σε ειδική “τελετή” στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

1937-43: Είναι η περίοδος της λυρικής έκρηξης. Το 1937, συγκλονισμένος από την ψυχική ασθένεια της αδελφής του Λούλας, που οδηγείται στο Δαφνί, γράφει «Το τραγούδι της αδελφής μου» (στο ίδιο ίδρυμα βρίσκεται ο πατέρας του από το 1932). Είναι το ποίημα που θα του εξασφαλίσει το «χρίσμα» από τον ηλικιωμένο Παλαμά: «Παραμερίζουμε, Ποιητή, για να περάσεις». Η «Εαρινή συμφωνία» (1938) έρχεται να επουλώσει πληγές: ψυχική ανάταση μπροστά στο θαύμα του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Στο «Εμβατήριο του ωκεανού» (1940) το όνειρο του μεγάλου ταξιδιού τρέφεται με μνήμες του μονεμβασιώτικου βράχου. Την έντονη μουσικότητα διαδέχεται ένας υπόγειος ρυθμός στην «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» (1943) και στη «Δοκιμασία» (1943), όπου κάνουν την εμφάνισή τους σταδιακά συμβολικές αναφορές στη ζοφερή κατοχική πραγματικότητα.

1944-53: Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο ποιητής είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι από σοβαρή υποτροπή της αρρώστιας. Συμμετέχει στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΕΑΜ. Πολλά από τα γραπτά του, μεταξύ των οποίων και ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, καταστράφηκαν στα Δεκεμβριανά. Στον Εμφύλιο, εξορίζεται στη Λήμνο (1948), στη Μακρόνησο (1949), στον Αϊ-Στράτη (1950). Απελευθερώνεται το 1952. Από την «Τελευταία π. Α. εκατονταετία» (1942), που γράφεται παράλληλα με τη «Δοκιμασία», αρχίζει μια καινούργια περίοδος, η οποία καλύπτει όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια. Πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για ποιήματα του αγώνα και της εξορίας, τα οποία, αν και διαφέρουν μορφολογικά μεταξύ τους, τα συνδέουν η θεματική συνάφεια και η νωπή ιστορική εμπειρία. Η κοινότητα του πόνου θα εκφραστεί με τη μορφή του χορικού («Τρία χορικά», 1944-47). Την εποποιία της Αντίστασης ζωντανεύουν τα δίδυμα έργα «Ρωμιοσύνη» και «Η Κυρά των Αμπελιών» (1945-47). Στον «Πέτρινο χρόνο» (1949), ο λόγος απογυμνώνεται, γίνεται κραυγή που ανεβαίνει από την κόλαση της Μακρονήσου. Συμπύκνωση, εξομολογητικότητα στα απέριττα «Ημερολόγια εξορίας». Παράλληλα, ένα ποίημα ποταμός (5.500 στίχοι), «Οι γειτονιές του κόσμου» (1949-51), «χρονικό» της δεκαετίας 1940-50. Με πολλά ενδιάμεσα στάδια, ο κύκλος κλείνει με την «Ανυπόταχτη πολιτεία» (1952-53), συνειδητοποίηση του βάθους της ήττας της αριστεράς με την επιστροφή στη μουδιασμένη και «εκσυγχρονιζόμενη» Αθήνα. Προσπάθεια επανένταξης και εσωτερικός αγώνας για την ανάκτηση των χαμένων ελπίδων.

1954-67: Το 1954 ο Ρίτσος παντρεύεται τη γιατρό Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι ανάπαυλα ειρήνης και γαλήνης στο σπιτικό περιβάλλον. Τη γέννηση της κόρης του Έρης ακολουθεί χαρίζει το ευφρόσυνο «Πρωινό άστρο» (1955). Η εποχή αυτή θα φέρει καινούργια καρποφορία. Εσωτερικές διεργασίες και αντικειμενικές συνθήκες αποδεσμεύουν πολύτιμη ύλη που θα οδηγήσει το έργο του στην αιχμή της σύγχρονης ποίησης. Είναι η περίοδος των υψηλών συλλήψεων και των ευρηματικών μορφικών τρόπων της «Τέταρτης διάστασης» (1972), που εγκαινιάζεται με την κλασική στην οικονομία της και την υποβλητική της γοητεία «Σονάτα του σεληνόφωτος» (1956, Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης).Ρίτσος χειρόγραφο Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα –δραματικοί μονόλογοι τα περισσότερα–, ο Ρίτσος με διαφορετικά προσωπεία, σύγχρονα ή μυθολογικά, θα επιχειρήσει καταβυθίσεις στο σκοτεινό πηγάδι της ψυχής και του υποσυνείδητου, θα μιλήσει για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρασμα του σώματος και των πραγμάτων («Σονάτα…», «Το νεκρό σπίτι», 1959• «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», 1960), θα αναδείξει την αξία της απλής ζωής όπου συντελείται το θαύμα, αποενοχοποιώντας τον αντιήρωα («Ισμήνη», 1972), θα ανατάμει τις συνειδησιακές συγκρούσεις του ατόμου-φορέα της κοινωνικής πράξης («Ορέστης», 1966• «Φιλοκτήτης», 1965). Επίσης, θα επιχειρήσει μια δυναμική ανακατάκτηση του χρόνου μέσα από την ατομική και ιστορική μνήμη («Όταν έρχεται ο Ξένος», 1958). Παράλληλα με τις συνθέσεις της «Τέταρτης διάστασης», καλλιεργεί συστηματικά το ολιγόστιχο ποίημα, που δείχνει να συμπυκνώνει τους πληθωρικούς μονολόγους. Λιτό, συχνά αινιγματικό, καταγράφει χαμηλόφωνα τις ελάχιστες χειρονομίες, τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα. Ο ποιητής διαλέγεται με τον κόσμο των πραγμάτων (έπιπλα, σκεύη, εργαλεία της δουλειάς), αυτών των «απλών, απτών, αδιανόητων και κατευναστικών αντικειμένων, αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας», καθώς λέει ο ίδιος σχολιάζοντας τις «Μαρτυρίες» (1963, 1966).

1967-72: Αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1967, ο Ρίτσος οδηγείται πάλι στην εξορία (Γυάρος, Λέρος) και, στη συνέχεια, τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο έως το τέλος του 1970. Παράλληλα, αντιμετωπίζει το φάσμα του θανάτου (νοσηλεύεται στον “Άγιο Σάββα” φρουρούμενος). Από την άλλη, η διάσπαση του ΚΚΕ και η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία κάθε άλλο παρά θα τονώσουν το ηθικό του. Και όμως, η ζοφερή επταετία θα είναι η πιο παραγωγική του περίοδος. Το πλήθος των βραβείων και των τιμητικών διακρίσεων στο εξωτερικό, όπως και οι μεταφράσεις ποιημάτων του σε διάφορες γλώσσες μαρτυρούν την ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση του έργου του. Η τριπλή συλλογή «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» (1968-69) εκδόθηκε δίγλωσση στη Γαλλία: καταγγελία του καθεστώτος, έκφραση πικρίας, αλλά και αίσθημα «απορφανισμού», απόρροια της κρίσης στις σοσιαλιστικές χώρες. Χωρίς να λείπει η αντιστασιακή δόνηση, όπως στο χορικό «Ο Αφανισμός της Μήλος» (1974), ή στα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» (1973), το κύριο σώμα των ποιημάτων αυτών διαποτίζεται από αίσθηση ματαιότητας και θανάτου. Σε συλλογές όπως «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη» (1974), «Διάδρομος και Σκάλα» (1973), «Γραφή τυφλού» (1979) εισβάλλει ο κόσμος του «ημερινού και νυχτερινού εφιάλτη». Ένας κόσμος σακατεμένος, παραμορφωμένος, παρανοϊκός. Αλλά και σε μονολόγους της «Τέταρτης διάστασης» (1972), όπως ο «Αγαμέμνων», η «Χρυσόθεμις», «Η Ελένη», «Η επιστροφή της Ιφιγένειας», το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στο υπαρξιακό πεδίο. Είναι η ώρα των απολογισμών: ο Τρωικός Πόλεμος, η θυσία της Ιφιγένειας, η καθαρτήρια μητροκτονία θέτουν τώρα το τραγικό αναπάντητο ερώτημα: Προς τι; Και όμως, κατά την περίοδο της δικτατορίας θα ακουστούν συνθέσεις εξόδου που προοιωνίζονται μια καρποφόρα δημιουργία, ενδεικτική της εγρήγορσης, της θεληματικότητας και του πάθους του ακατάβλητου ποιητή.

1972-83: Η “Γκραγκάντα” (1972) και το “Κωδωνοστάσιο” (1974) ευαγγελίζονται τον αντιδικτατορικό ξεσηκωμό (Πολυτεχνείο), αλλά και εγκαινιάζουν νέους εκφραστικούς τρόπους. Μετα-υπερρεαλιστική, εξπρεσιονιστική γραφή, αμάλγαμα λόγιας και λαϊκής γλώσσας. Ένας κόσμος ρευστός, όπου άνθρωποι, ζώα, πράγματα συνδιαλέγονται απειθάρχητα: «…Και τα λόγια διασταυρούμενα, ανταποκρίσεις, απομακρύνσεις, παρεξηγήσεις, τυχαίες συνέχειες –το πιότερο μονόλογοι– λόγια ασυνάρτητα, ασήμαντα, ερευνητικά, αναπάντητα, απαραίτητα…», σχολιάζει ο ίδιος. Ένα αλλόκοτο σύμπαν μυρμηγκιάζει στην αστείρευτη φαντασία του ποιητή. Ίσως αυτό να σημαίνει ο τίτλος «Γίγνεσθαι» (συγκεντρωτικός τόμος που εκδόθηκε το 1988), σε σχέση μ’ ένα προηγούμενο «είναι». Τα «Επινίκια», επίσης συγκεντρωτικός τόμος που περικλείει ποιητικές συνθέσεις από το 1977 έως το 1983, ανακαλούν επικές μνήμες που προβάλλονται στο μέλλον. Ενορατικές συλλήψεις του υπερώριμου Ρίτσου, ο οποίος επενδύει, με όλη την ποιητική σκευή του και τον παράφορο λυρισμό του, άλλη μια φορά στο ιστορικό στοίχημα. Προέκταση της ποίησής του η πεζή εννεαλογία «Εικονοστάσιο Ανώνυμων Αγίων» (1983-86), σύντηξη ατομικών και κοινωνικών βιωμάτων, αλλά και ερωτικών φαντασιώσεων.

Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πενήντα (!) ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων. Οι συλλογές που εκδόθηκαν αμέσως μετά το θάνατό του με τον τίτλο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (1991) είναι η ύστατη χειρονομία του. Απογοητευμένος από τη διάψευση των προσδοκιών του, κοιτάζει κατάματα το θάνατο μεταγγίζοντας και τις τελευταίες στιγμές του στο λόγο. «Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή».

Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου

Έργα:

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.